- βυζαντινός
- -ή, -ό1. ο κάτοικος του Βυζαντίου2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από το Βυζάντιο3. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο Βυζάντιο(«βυζαντινή τέχνη, ιστορία, μουσική κ.λπ.»)4. το ουδ. ως ουσ. το βυζαντινόα) χρυσό ή ασημένιο νόμισμα του Βυζαντίουβ) διακοσμητικό στοιχείο της αρχιτεκτονικήςγ) κυκλικό κόσμημα σε θυρεούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < Βυζάντιον. Επίθετο του τοπωνυμίου Βυζάντιο που πλάστηκε σε νεώτερους χρόνους (μαρτυρείται από το 1807) στον Αδαμάντιο Κοραή). Ο οξυτονούμενος τ. βυζαντινός σχηματίστηκε κατά τα πολλά επίθετα σε -ινός, τα δηλωτικά τύπου και χρόνου (Πάτρα-Πατρινός, Άρτα-Αρτινός, χθες-χθεσινός, πέρυσι-περυσινός κ.τ.ό.) και είναι νεώτερος. Αρχαίος είναι ο προπερισπώμενος τύπος βυζαντίνος (< Βύζας, Βύζαντ-οςπρβλ. και Ακραγαντίνος < Ακράγας, Ταραντίνος < Τάρας κ.λπ.), ο οποίος όμως δεν επικράτησε, όπως και ο τ. Βυζαντηνός (πρβλ. Κυζικηνός, Περγαμηνός κ.λπ. που επίσης προτάθηκε. Παράλληλος τ. επιθέτου για το Βυζάντιο, αρχαίος κι αυτός, είναι ο τ. Βυζαντιακός].
Dictionary of Greek. 2013.